ἐπίασα

ἐπίασα
πιάζω
aor ind act 1st sg
πιέζω
Ep..
aor ind act 1st sg (attic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πιάνω — έπιασα, πιάστηκα, πιασμένος 1. μτβ., κρατώ κάτι με το χέρι, αγγίζω: Πιάσε από το χέρι το παιδί. – Μην πιάνεις το σκυλί. 2. συλλαμβάνω, παγιδεύω: Πιάσανε το φτωχό να κλέβει. – Πιάστηκε ο λύκος στο δόκανο. 3. σταματώ, συναντώ: Πιάσε τον ίδιο τον… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπιάσασι — ἐπιάσᾱσι , ἐπί ἰάζω aor part act masc/neut dat pl (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιάνω — ΝΜ 1. παίρνω κάτι με το χέρι και τό κρατώ, κρατώ, κατέχω, βαστώ (α. «να γιατρευτεί το χέρι μου, να πιάσω το σπαθί μου», δημ. τραγούδι β. «ὅταν τὴν πέρδικα ἰδεῑ, σκύπτει καὶ τὴν πιάνει», Διγ. Ακρ.) 2. μτφ. (για ασθένειες, ψυχικές καταστάσεις)… …   Dictionary of Greek

  • ἐπιάσαν — ἐπϊά̱σᾱν , ἐπί ἀσάω glut oneself imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἐπϊά̱σᾱν , ἐπί ἀσάω glut oneself imperf ind act 1st sg (doric aeolic) ἐπϊάσᾱν , ἐπί ἀσάω glut oneself imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἐπϊάσᾱν , ἐπί ἀσάω glut oneself… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαβράκι — Είδος τελεόστεων ψαριών της οικογένειας moronidae, της τάξης των περκομόρφων. Η επιστημονική του ονομασία είναι Morone labrax ή Dicentrarchus labrax. Έχει μέσο μήκος περίπου 1 μ. και ζυγίζει από 9 έως 10 κιλά. Το σώμα του καλύπτεται από μεγάλα,… …   Dictionary of Greek

  • περισουφρώνω — ΝΜ νεοελλ. κλέβω λίγα λίγα και τά μαζεύω, αφαιρώ βαθμιαία («ό,τι μπορώ περισουφρώνω κάθε μέρα») μσν. επιδιορθώνω κάτι με ραφή, με σούφρα, συμμαζεύω, μπαλώνω, περιμαζεύω («τὰ καλίγια μου... ἔπιασα τάχατε μικρὸν νὰ τὰ περισουφρώσω», Πρόδρ.) …   Dictionary of Greek

  • σταυρώνω — σταυρῶ, όω, ΝΜΑ, και σταυρώνω Μ [σταυρός] 1. προσηλώνω κάποιον επάνω στον σταυρό, θανατώνω με σταυρικό θάνατο (α. «αυτοί που σταύρωσαν τον Χριστό» β. «παραδώσουσιν αὐτόν., και σταυρῶσαι» γ. «τοὺς αἰχμαλώτους ἐσταύρωσαν», Πολ.) 2. (το αρσ. μτχ.… …   Dictionary of Greek

  • τσακωτός — ή, ό, Ν [τσακώνω] φρ. «τόν έκανα τσακωτό» τόν έπιασα επ αυτοφόρω …   Dictionary of Greek

  • τσακώνω — και διαλ. τ. τζακώνω Ν 1. πιάνω στην τσάκα, συλλαμβάνω, παγιδεύω 2. (ειδικά) συλλαμβάνω κάποιον τη στιγμή που κάνει κάτι, ιδίως κακό («τόν τσάκωσα να κλέβει») 3. (κατ επέκτ.) πιάνω, αρπάζω 4. μέσ. τσακώνομαι φιλονικώ, διαπληκτίζομαι, μαλώνω… …   Dictionary of Greek

  • φιλαράκος — ο, Ν 1. υποκορ. τ. τού φίλος 2. ειρων. πονηρός, κατεργάρης («σ έπιασα φιλαράκο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < φίλος + υποκορ. κατάλ. αράκος (πρβλ. ψευτ αράκος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”